όρμινο

όρμινο
το (Α ὅρμινον, το και ὅρμινος και ὄρμινος και, κατά τον Ησύχ., ὁρμῑνος, ὁ)
εἶδος τού φυτού ελελίσφακο
αρχ.
1. είδος πολύτιμου λίθου με πράσινο χρώμα
2. (κατά τον Πολυδ.) «ὅρμινοι
σήσαμα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης με επίθημα -ινον (πρβλ. κύμινο, σέλινο, ρητίνη). Η σύνδεση τού τ. είτε με το όρμος (Ι) είτε με το όρμος (ΙΙ) προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Τέλος, έχει γίνει προσπάθεια να συνδεθεί ο τ. με τη λ. ορμή, λόγω τών αφροδισιακών ιδιοτήτων τού φυτού].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φορμίον — τὸ, Α [φορμός] 1. υποκορ. τού φορμός* 2. δεμάτι («ᾧ τὰ φορμία τῶν φρυγάνων εὔογκα ποιοῡσιν», Διογ. Λαέρ.) 3. είδος φυτού, πιθανώς το όρμινο …   Dictionary of Greek

  • φόρβιον — τὸ, Α 1. είδος φυτού τού γένους σάλθια, πιθανώς το όρμινο 2. στον πληθ. τὰ φόρβια (κατά τον Ησύχ.) «φάρμακα». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορβ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. φέρβω* «τρέφω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”