- όρμινο
- το (Α ὅρμινον, το και ὅρμινος και ὄρμινος και, κατά τον Ησύχ., ὁρμῑνος, ὁ)εἶδος τού φυτού ελελίσφακοαρχ.1. είδος πολύτιμου λίθου με πράσινο χρώμα2. (κατά τον Πολυδ.) «ὅρμινοισήσαμα».[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης με επίθημα -ινον (πρβλ. κύμινο, σέλινο, ρητίνη). Η σύνδεση τού τ. είτε με το όρμος (Ι) είτε με το όρμος (ΙΙ) προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Τέλος, έχει γίνει προσπάθεια να συνδεθεί ο τ. με τη λ. ορμή, λόγω τών αφροδισιακών ιδιοτήτων τού φυτού].
Dictionary of Greek. 2013.